- κρουνόν
- κρουνόςspringmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
λεοντόκρουνον — λεοντόκρουνον, τὸ (Α) κρουνός που είχε σχήμα κεφαλής λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρουνον (< κρουνός), πρβλ. μονό κρουνος] … Dictionary of Greek